- ευπλεκής
- εὐπλεκής, -ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, -ές (Α)1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πλεκής (< πλέκος), πρβλ. νεο-πλεκής, συμ-πλεκής].
Dictionary of Greek. 2013.